ρετσίνι

ρετσίνι
το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία για τις ρητίνες τών ρητινοφόρων δέντρων και ιδιαίτερα για τη ρητίνη τού πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ῥητίνη, μέσω τού λατ. resina (πρβλ. ρετσίνα [Ι]) κατά το γένος τού πεύκο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρετσίνι — το ιού, η ρητίνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιρρητινούμαι — έομαι, Α (αμφβλ. ανάγν.) καλύπτομαι γύρω γύρω από ρετσίνι, αλείφομαι με ρετσίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥητινῶ «αλείφω με ρετσίνι»] …   Dictionary of Greek

  • ρετσινώνω — Ν [ρετσίνι] αλείφω με ρετσίνι ή προσθέτω ρετσίνι σε κάτι («ρετσινώνω κρασί») …   Dictionary of Greek

  • δάδα — η (Α δαΐς, δαΐδος και αττ. δᾴς, δαδός) 1. δαυλός από δαδί 2. πυρσός, λαμπάδα νεοελλ. 1. σχίζα κλαδιού από δέντρο που έχει ρετσίνι (συνήθ. πεύκο), το δαδί 2. κάθε μέσο που μεταδίδει φως ή φωτιά 3. φωτιστικό πυροτέχνημα 4. κάθε μέσο φωτισμού ή… …   Dictionary of Greek

  • δαδιάζω — 1. (για δένδρα που έχουν ρετσίνι) εμποτίζομαι με ρετσίνι ώστε να γίνω δαδί 2. μεταβάλλομαι σε δαδί …   Dictionary of Greek

  • δακρύζω — (AM δακρύω, Μ και δακρύζω) 1. χύνω δάκρυα, αναβλύζουν δάκρυα από τα μάτια μου 2. (για τα μάτια) γεμίζω δάκρυα 3. (για φυτά) στάζω ρετσίνι ή κόμμι («το πεύκο δακρύζει ρετσίνι») νεοελλ. (για βρύση ή πήλινο δοχείο) βγάζω νερό σαν δάκρυ, σταγόνα,… …   Dictionary of Greek

  • ρετσινάτος — η, ο, Ν [ρετσίνα (Ι)] 1. αυτός που περιέχει ρετσίνι ή ανήκει και αναφέρεται στο ρετσίνι («ρετσινάτο χρώμα) 2. το ουδ. ως ουσ. το ρετσινάτο η ρετσίνα …   Dictionary of Greek

  • ρετσινιά — η, Ν [ρετσίνι] 1. (παλαιότερα) δερμάτινο έμπλαστρο αλειμμένο με ρητίνη που δεν ξεκολλούσε εύκολα 2. κηλίδα, λεκές από ρετσίνι 3. δυσφήμιση, συκοφαντία από την οποία δεν μπορεί να απαλλαγεί κανείς εύκολα («τού κόλλησαν τη ρετσινιά τού ψεύτη») …   Dictionary of Greek

  • ροδοπιτυΐνη — ἡ, ΜΑ ρετσίνι από ποικιλία τού πεύκου με ρόδινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πιτυΐνη «ρετσίνι από πεύκο»] …   Dictionary of Greek

  • τερεβινθίνη — Bλ. λ. ρετσίνι. * * * η, Ν χημ. ελαιορητίνη που εκρέει είτε αυτόματα είτε, συχνότερα, μετά από εντομή τού κορμού ορισμένων δένδρων, όπως λ.χ. τών κωνοφόρων και τών τερεβενθιδών, κν. ρετσίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. terebenthine (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”